2 Φεβ 2010

Απόφαση Άρ. Πάγου για αποζημίωση καταγγελίας σύμβασης εργασίας.

Ο Άρειος Πάγος με την υπ΄ αριθμόν 1254/ 2009 απόφασή του αναίρεσε απόφαση του Εφετείου Αθηνών που είχε κρίνει νόμιμη την αποζημίωση την οποία είχε λάβει βοηθός λογίστρια, παρά το γεγονός ότι το ύψος της αποζημίωσης ήταν ασήμαντα μικρότερο του προβλεπομένου ποσού. Παράλληλα, ο Αρειος Πάγος αναφέρει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται προκειμένου να είναι νόμιμη η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης, αλλά και το ύψος της αποζημίωσης.

Απόφαση Άρ. Πάγου για αποζημίωση καταγγελίας σύμβασης εργασίας.

Αναιρέθηκε εφετειακή απόφαση ελλείψει επαρκούς αιτιολογίας.

Ο Άρειος Πάγος με την υπ΄ αριθμόν 1254/ 2009 απόφασή του αναίρεσε απόφαση του Εφετείου Αθηνών που είχε κρίνει νόμιμη την αποζημίωση την οποία είχε λάβει βοηθός λογίστρια, παρά το γεγονός ότι το ύψος της αποζημίωσης ήταν ασήμαντα μικρότερο του προβλεπομένου ποσού. Παράλληλα, ο Αρειος Πάγος αναφέρει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται προκειμένου να είναι νόμιμη η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης, αλλά και το ύψος της αποζημίωσης.

Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (Ν. 2112/1920 και 3918/1966) η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, καθορίζεται με βάση τις καταβαλλόμενες τακτικές αποδοχές, δηλαδή το μισθό και κάθε άλλη σταθερή και μόνιμη χορηγούμενη παροχή κατά τον τελευταίο προ της απόλυσης μήνα. Ακόμη, όπως αναφέρει η απόφαση του Αρείου Πάγου, η καταγγελία θεωρείται έγκυρη εφόσον έχει γίνει εγγράφως και έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση.

Οπως αναφέρει η δικαστική απόφαση, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι άκυρη εφόσον η αποζημίωση είναι ελλιπής, «εκτός αν η μη καταβολή της πλήρους αποζημίωσης είναι δικαιολογημένη κατά την καλή πίστη, όπως αν π.χ. οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη του εργοδότη ή σε εύλογη αμφιβολία για το ακριβές ύψος της οφειλόμενης αποζημίωσης». Στην τελευταία αυτή περίπτωση, προσθέτει η δικαστική απόφαση, «το κύρος της καταγγελίας διασώζεται και απλώς ο μισθωτός έχει αξίωση για συμπλήρωση της αποζημίωσης».

Στην προκειμένη περίπτωση, βοηθός λογίστρια προσελήφθη στο λογιστήριο επιχείρησης και εν συνεχεία ζήτησε να ασχοληθεί ως χειρίστρια ηλεκτρονικού υπολογιστή, προκειμένου να λαμβάνει επιπλέον το προβλεπόμενο επίδομα (15%). Ακολούθως, απασχολήθηκε παράλληλα και στο λογιστήριο. Οι αποδοχές της ήταν πάντα πάνω από τις προβλεπόμενες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αλλά όχι σταθερές, δηλαδή ήταν κυμαινόμενες.

Η λογίστρια απολύθηκε και προσέφυγε στα δικαστήρια, υποστηρίζοντας ότι έλαβε μικρότερη από την προβλεπόμενη αποζημίωση και διεκδίκησε τη διαφορά. Το Εφετείο έκρινε ότι το ύψος της αποζημίωσης «υπολείπετο» μεν της προβλεπομένης, αλλά λόγω της μικρής, ασήμαντης διαφοράς, που οφείλεται σε πεπλανημένο υπολογισμό, δικαιολογημένο κατά την καλή πίστη, η καταγγελία είναι νόμιμη.

Ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την εφετειακή απόφαση, για έλλειψη επαρκούς και σαφούς αιτιολογίας, καθώς δεν προσδιορίζεται το ακριβές ύψος των αποδοχών που ελάμβανε η βοηθός λογίστρια, δεν προκύπτει ο τρόπος υπολογισμού του βασικού μισθού της και των επιδομάτων που ελάμβανε, αλλά αναφέρεται αόριστα ότι οι ετήσιες αποδοχές της ήταν «υπέρτερες εκείνων που προβλέπονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας».

Κατόπιν αυτών, δεν μπορεί ο Άρειος Πάγος, αναφέρεται στη δικαστική απόφαση, να ελέγξει αν η αποζημίωση που καταβλήθηκε έχει το προβλεπόμενο ύψος και κατ΄ επέκταση αν η καταγγελία της σύμβασης είναι νόμιμη, αφού δεν προκύπτουν από την εφετειακή απόφαση τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία.

Πηγή ΑΠΕ