Οχι στην αυτόματη επαναπρόσληψη για όποιον εργαζόμενο απολύθηκε άδικα λέει ο Αρειος Πάγος, έστω και αν η απόλυσή του ακυρώθηκε δικαστικά με τη διαπίστωση ότι ήταν παράνομη και μάλιστα επιδικάστηκαν για τον λόγο αυτόν μισθοί υπερημερίας ή και αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης.
Πρόκειται για νομολογιακή στροφή που οδηγεί σε περαιτέρω συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων στον τομέα της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης, σε μια περίοδο ιδιαίτερα δύσκολη για τους εργαζόμενους.
Τα δικαστήρια επί χρόνια συνήθιζαν να παρέχουν ουσιαστική προστασία σε όσους απολύονταν άδικα. Μόλις διαπίστωναν ότι η απόλυση είναι παράνομη και καταχρηστική, μαζί με την επιδίκαση μισθών υπερημερίας διέτασσαν την επαναπρόσληψη του απολυθέντα στην ίδια ή παρεμφερή θέση με εκείνη όπου απασχολείτο, απειλώντας τον εργοδότη με χρηματικές και ποινικές κυρώσεις για κάθε μέρα που δεν θα αποδεχόταν την εργασία του απολυθέντα.
Την ουσιαστική αυτή προστασία, που αποτελούσε αντικίνητρο για «εύκολες» απολύσεις, είχε επικυρώσει ο ΑΠ με τη νομολογία του εδώ και πέντε χρόνια (1540/06), κρίνοντας ότι ο εργοδότης, μόλις διαπιστωθεί η καταχρηστικότητα της απόλυσης, υποχρεώνεται να επαναπροσλάβει αυτόματα τον αδίκως απολυθέντα απασχολώντας τον πραγματικά.
Η ευνοϊκή αυτή νομολογία στηρίχθηκε στον φιλεργατικό νόμο 1264/82 που απειλεί με ποινές τον εργοδότη που αρνείται να απασχολήσει πραγματικά τον εργαζόμενο, του οποίου η απόλυση ακυρώθηκε δικαστικά.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η προστατευτική νομολογία άρχισε να υποχωρεί με αρεοπαγιτικές αποφάσεις που αμφισβητούσαν την αυτόματη επαναπρόσληψη παραπέμποντας το ζήτημα στην Ολομέλεια, λόγω της κρισιμότητας, της διχογνωμίας και των επιπτώσεων σε ευρύτατο κύκλο προσώπων.
Δυσμενής στροφή
Η Ολομέλεια ΑΠ έκρινε ότι για να υποχρεωθεί ο εργοδότης να επαναπροσλάβει τον παράνομα απολυθέντα (όπως βεβαιώθηκε δικαστικά), ο τελευταίος πρέπει να αποδείξει ότι η άρνηση του εργοδότη να τον απασχολήσει ξανά υπερβαίνει προφανώς τα κριτήρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και είναι επομένως καταχρηστική. Στην περίπτωση αυτή, ο παράνομα απολυμένος μπορεί να ξαναπάρει τη δουλειά του, μόνο αν αποδείξει ότι η άρνηση επαναπρόσληψης θίγει υλικά και ηθικά συμφέροντά του ή προσβάλλει χωρίς λόγο την προσωπικότητά του, με τρόπο που του παρέχει δικαίωμα να αξιώσει τη μελλοντική άρση της προσβολής και χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης. Ομως οι επιπλέον αυτές προϋποθέσεις καθιστούν πολύ δυσκολότερη στην πράξη την εργασιακή αποκατάσταση του άδικα απολυμένου.
Η Ολομέλεια έκρινε (9/11) ότι παρά τις απειλές (για ποινικές - χρηματικές κυρώσεις) του ν. 1264/82, η εργοδοτική υποχρέωση για επαναπρόσληψη δεν προκύπτει αυτόματα με την ακύρωση της απόλυσης. Στη λογική αυτή δεν πρέπει να παραμερίζεται ή περιορίζεται το διευθυντικό δικαίωμα, παρά μόνο εφόσον διαπιστώνεται ότι η άρνηση επαναπρόσληψης ασκείται καταχρηστικά.