Ο πρωτογενής τομέας αποτελεί ένα αξιόλογο μέρος της τοπικής οικονομίας. Συμβάλλει στη συμπλήρωση του τοπικού εισοδήματος αλλά και στην απασχόληση. Όσον αφορά στο παραγόμενο προϊόν ξεχωρίζει ιδιαίτερα η παραγωγή ελαιολάδου (60-70% της παραγωγής της Περιφέρειας και 6% της χώρας), κηπευτικών κ.α.
Η τουριστική ανάπτυξη συνέπεσε με το σταδιακό κλείσιμο των παραδοσιακών βιομηχανιών του νομού και τη μείωση του αριθμού των βιοτεχνιών παραγωγής παραδοσιακών προϊόντων (τυροκομία – αλλαντοποιία – αργυροχρυσοχοία κ.α.).
Συγχρόνως, όμως, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις ανάπτυξης οικογενειακής, κυρίως, μορφής βιοτεχνιών, με κατεύθυνση την τουριστική αγορά και κατανάλωση
Σήμερα, στο νομό λειτουργούν περί τις 2.000 μονάδες του δευτερογενή τομέα οι οποίες απασχολούν πάνω από 3.000 εργαζόμενους (τομείς διατροφής – ένδυσης υλικών οικοδομής – μεταποίησης αγροτικών προϊόντων – κεραμικών – ψευτοκοσμήματος – αργυροχρυσοχοίας κ.α.) Το εμπόριο αποτελεί μια αξιόλογη παραδοσιακή ενασχόληση. Αριθμεί σήμερα περί τις 3.000 επιχειρήσεις στις οποίες απασχολούνται περίπου 6.000 εργαζόμενοι.
Κατά τις δεκαετίες του ’50 και ’60 το εμπόριο περιστρεφόταν γύρω από τα τοπικά γεωργικά και μεταποιημένα προϊόντα, ενώ στη συνέχεια με την τουριστική ανάπτυξη στράφηκε σε τομείς όπως η ένδυση – υπόδηση, τα είδη λαϊκής τέχνης κ.α.
Το μοντέλο του τουρισμού, που εξελίχθηκε από τη μεταπολεμική περίοδο με το τυποποιημένο πακέτο υπηρεσιών, σήμερα κρίνεται ότι θα έπρεπε να συμπληρωθεί με μία διαφορετική, περισσότερο επιλεκτική και εξατομικευμένη προσέγγιση του επισκέπτη – καταναλωτή, με έμφαση στην ανάπτυξη που είναι φιλική προς το περιβάλλον και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής.
Ο νομός Κέρκυρας είναι ο καθοριστικός παράγοντας όσον αφορά στον τουρισμό της Περιφέρειας ιονίων Νήσων, τόσο σε επίπεδο ζήτησης (επισκέπτες) όσο και σε επίπεδο προσφοράς (κλίνες).
Σημαντικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι οι προτιμήσεις των Ελλήνων επισκεπτών ακολουθούν ανοδική κλιμάκωση για την Κέρκυρα από 54% (1960) σε 66% (1991) της συνολικής εσωτερικής ζήτησης της περιφέρειας, καλύπτοντας ένα μερίδιο αγοράς από την αντίστοιχη αποκλιμάκωση της αλλοδαπής ζήτησης (80% το 1960, 65% το 1990).
Η καλλιεργούμενη γεωργική γη ανέρχεται σε 346.954 στρέμματα, από τα οποία ποτίζονται τα 23.969 (6,9%).Το μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργούμενων εκτάσεων καταλαμβάνουν οι δενδρώδεις καλλιέργειες (69%). Αριθμούνται περί τα 4,4 εκατ. ελαιόδενδρα. Οι βιοτεχνικές μονάδες είναι περίπου 1.091, από τις οποίες οι 373 έχουν ισχύ μεγαλύτερη των 15 HP.