Το Μνημόνιο Συνεννόησης, το οποίο υπογράφηκε στις 3.5.2010 μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των Κρατών Μελών της Ευρωζώνης, εκπροσωπουμένων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποτελεί ένα μεσοπρόθεσμο οικονομικό πρόγραμμα του Ελληνικού Κράτους, με το οποίο καθορίζονται οι στόχοι δημοσιονομικής προσαρμογής και τα μέσα επίτευξής τους, με σκοπό την ενεργοποίηση του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας.
Δελτίο τύπου του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τις υποθέσεις που αφορούν το ΜνημόνιοΤο Μνημόνιο Συνεννόησης, το οποίο υπογράφηκε στις 3.5.2010 μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των Κρατών Μελών της Ευρωζώνης, εκπροσωπουμένων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποτελεί ένα μεσοπρόθεσμο οικονομικό πρόγραμμα του Ελληνικού Κράτους, με το οποίο καθορίζονται οι στόχοι δημοσιονομικής προσαρμογής και τα μέσα επίτευξής τους, με σκοπό την ενεργοποίηση του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας. Το ίδιο το Μνημόνιο δεν περιέχει κανόνες δικαίου και, συνεπώς, δεν έχει έννομες συνέπειες. Τέτοιες συνέπειες προκύπτουν το πρώτον με τη θέσπιση από τη νομοθετική εξουσία, ρυθμίσεων, με τις οποίες πραγματοποιούνται οι εξαγγελλόμενες στο Μνημόνιο δημοσιονομικές και οικονομικές πολιτικές. Το Μνημόνιο, δεν αποτελεί διεθνή συνθήκη κατά την έννοια της Σύμβασης της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών. Το γεγονός ότι και τα Κράτη Μέλη της Ζώνης του Ευρώ που υπέγραψαν το Μνημόνιο δεν θεώρησαν ότι αυτό έχει χαρακτήρα διεθνούς σύμβασης, συνάγεται από το γεγονός ότι μετά την υπογραφή του Μνημονίου και τη δημοσίευση του ν. 3845/2010, στον οποίο προσαρτώνται ως Παραρτήματα τα δύο κυριότερα μέρη του Μνημονίου, εκδόθηκε, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 126 παρ. 9 και 136 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η απόφαση 2010/320/ΕΕ του Συμβουλίου, με την οποία προσδιορίστηκαν τα δημοσιονομικά και οικονομικά μέτρα, που υποχρεούται να λάβει το Ελληνικό Κράτος για να περιορίσει το υπερβολικό έλλειμμα. Από την απόφαση δε αυτή δημιουργούνται υποχρεώσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας, σε σχέση με την πραγματοποίηση των μέτρων αυτών, σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα πλαίσια της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.
Με τα δεδομένα αυτά, σύμφωνα με τις εισηγήσεις, ο λόγος ακυρώσεως, ότι ο ν. 3845/2010 είναι ανυπόστατος διότι κατά την ψήφισή του δεν συγκεντρώθηκε η απαιτούμενη κατ’ άρθρο 28 παρ. 2 του Συντάγματος αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών, είναι απορριπτέος, διότι ερείδεται στην εσφαλμένη εκδοχή ότι το Μνημόνιο αποτελεί διεθνή σύμβαση. Εξ άλλου, με το ν. 3845/2010 δεν αναγνωρίζονται εξουσίες σε όργανα διεθνών οργανισμών, που να περιορίζουν την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας.
Στη συνέχεια, με τις εισηγήσεις, εξετάζεται η συμβατότητα προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών των ρυθμίσεων των ν. 3833 και 3845/2010, που αφορούν τις περικοπές τόσο των αποδοχών όσο και των συντάξεων. Οι εισηγήσεις δέχονται ότι το δικαίωμα στη σύνταξη και στο μισθό προστατεύεται, ως περιουσιακό δικαίωμα, από το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου. Ο περιορισμός, όμως, του δικαιώματος αυτού με τις περικοπές που θεσπίζονται στο ν. 3833/2010 και στο ν. 3845/2010 δικαιολογείται από υπέρτερους λόγους δημοσίου συμφέροντος που ανάγονται στην ανάγκη μείωσης του υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος και του εξωτερικού χρέους της χώρας, ενόψει και των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η χώρα στα πλαίσια της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Άλλωστε, για την επίτευξη του στόχου της δημοσιονομικής προσαρμογής, έχουν ήδη θεσπισθεί νομοθετικά μέτρα, που αφορούν όχι μόνο στο σκέλος της περιστολής εν γένει των δαπανών αλλά και μέτρα αύξησης των δημοσιονομικών εσόδων. Τέλος, κατά τις εισηγήσεις, από το Μνημόνιο, το οποίο προσαρτάται στο ν. 3845/2010 και στο οποίο, ως εκ τούτου, δύναται να ανατρέχει ο δικαστής για να αναζητήσει την αιτιολογία των θεσπιζομένων με το νόμο ρυθμίσεων, προκύπτει ότι οι συντάκτες του είχαν πλήρη επίγνωση των συνεπειών από τη μείωση των αποδοχών των εν ενεργεία υπαλλήλων και των καταβαλλομένων στους συνταξιούχους παροχών, για το λόγο δε αυτό θεσπίζεται μεν η μείωση αυτή, λαμβάνεται, όμως, πρόνοια οι προκύπτουσες μετά τη μείωση αυτή αποδοχές και συντάξεις να διατηρούνται σε βιώσιμα επίπεδα. Συνεπώς, οι επίδικες ρυθμίσεις, με τις οποίες επέρχεται επέμβαση σε περιουσιακά δικαιώματα, δεν εμφανίζονται καταρχήν αντίθετες με την αρχή της αναλογικότητας.