23 Σεπ 2010

Η τεμπελιά είναι κληρονομική, σύμφωνα με Αμερικανούς ερευνητές

Υπερδραστήριοι η «αραχτοί»; Απάντηση στο ερώτημα δεν δίνουν μόνο οι συνήθειές μας ή το περιβάλλον που έχουμε μεγαλώσει αλλά και το DNA.
Σύμφωνα με τον καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Τέοντορ Γκάρλαντ, η τεμπελιά είναι κληρονομική όπως αποδεικνύει ένα γονιδιακό στέλεχος το οποίο κατάφερε να απομονώσει η επιστημονική του ομάδα από ποντίκια.
Η μελέτη του Αμερικανού καθηγητή και της ομάδας του, που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Proceedings of the Royal Society B, άρχισε το 1993, ενώ βασίστηκε στη διασταύρωση 224 πειραματόζωων και την επιλογή εκείνων που ήταν δυο φορές πιο γρήγορα από τα υπόλοιπα.
Επειτα από μελέτες σε 43 γενιές ποντικών, ο δρ.
Γκάρλαντ κατάφερε να απομονώσει γονιδιακό στέλεχος το οποίο συνδέεται με την προδιάθεση στην κινητική δραστηριότητα.
Ο εντοπισμός αυτού του γονιδίου, επισημαίνει ο Αμερικανός καθηγητής, αποδεικνύει ότι τα χαρακτηριστικά που μας καθιστούν δραστήριους ή μη κληρονομούνται σε μεγάλο βαθμό.
Αυτό δεν σημαίνει, πάντως, ότι οι οκνηροί γονείς κάνουν αποκλειστικά οκνηρά παιδιά, καθώς τα γονίδια που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά φτάνουν τα χίλια.
Αντίθετα, τα πράγματα στο εργαστήριο είναι πιο εύκολα αφού με τη μέθοδο της επιλεκτικής διασταύρωσης είναι δυνατό να προκύψει ένας ποντικός πολύ τεμπέλης ή υπερβολικά δραστήριος.
Η αξία της έρευνας έγκειται στο γεγονός ότι, η επιστημονική ομάδα του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας κατάφερε να φτάσει στην 43η γενιά.
Και δεδομένου ότι το DNA του ποντικού είναι δομικά σχεδόν ίδιο με αυτό του ανθρώπου, η μελέτη του δρ.
Γκάρλαντ αποτελεί ένα καλό σημείο εκκίνησης για μια ανάλογη μελέτη στον άνθρωπο.
Το επόμενο βήμα σε αυτή την ανακάλυψη είναι να διαπιστωθεί ποια γονίδια επηρεάζουν το στέλεχος που απομονώθηκε και να συγκριθούν με τα αντίστοιχα γονίδια του ανθρώπου.
Στα συμπεράσματα της μελέτης του, ο καθηγητής Γκάρλαντ υποστηρίζει ότι στο μέλλον δεν θα είναι δυνατή η γενετική «διόρθωση» της τεμπελιάς.
Η έρευνά του, ωστόσο, ανοίγει το δρόμο για την παρασκευή σκευασμάτων που θα τροποποιούν το DNA με βάση τα ατομικά χαρακτηριστικά.
Καθώς αυτή η ημέρα είναι ακόμη πολύ μακρινή, οι επιστήμονες προσανατολίζονται στην παρασκευή ενός φαρμακευτικού σκευάσματος που αντικαθιστά τα οφέλη της γυμναστικής και απευθύνεται φυσικά στους αθεράπευτα τεμπέληδες.
Αυτό τουλάχιστον υπόσχεται η λεγόμενη «γυμναστικομιμητική», που εμπνεύστηκαν ερευνητές του Ινστιτούτου Ιατρικής και Εναλλακτικών Θεραπειών του πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια.
Η ιδέα γεννήθηκε από μια ερώτηση: τι συμβαίνει στον μεταβολισμό μας όταν αθλούμαστε; Οι ερευνητές του Ινστιτούτου απάντησαν στο ερώτημα καταγράφοντας σε 302 εθελοντές τις 200 ουσίες που βρίσκονται στο αίμα και εντοπίζοντας τις 21 από αυτές που μεταβάλλονται θεαματικά έπειτα από μια ώρα αεροβικής άσκησης, τζόγκινγκ ή ασκήσεων με βάρη.
«Πολλές από τις διαπιστώσεις μας ήταν αναμενόμενες.
Αυξάνονται οι ουσίες που συνδέονται με την γλυκόλυση, την γλυκογονόλυση και την λιπόλυση, δηλαδή με την κατανάλωση σακχάρων και λίπους, τα οποία χρησιμεύουν για να δίνουν ενέργεια στους μύες», εξηγεί η Μέγκαν Μπερκ, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
Η νικοτιναμίδη, ουσία που συνδέεται με τον μεταβολισμό και τον μηχανισμό της αναπνοής, της οξυγόνωσης και της παραγωγής ενέργειας, παρουσιάζει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους ερευνητές.
Τα επίπεδα αυτής της ουσίας αυξάνονται πάρα πολύ έπειτα από φυσική δραστηριότητα κυρίως σε εκείνους που είναι πιο γρήγοροι, σε καλύτερη φυσική κατάσταση και πιο αδύνατοι.
Οι ερευνητές του αμερικανικού Ινστιτούτου διαπίστωσαν ότι η παροχή νικοτιναμίδης και άλλων μεταβολιτών που διεγείρονται από την κίνηση, προκαλεί την ίδια αντίδραση στους μύες όπως αυτοί απαντούν όταν «προπονούνται».
Αν λοιπόν έπαιρνε κάποιος μια χούφτα μεταβολίτες από το στόμα, θα μπορούσε θεωρητικά να έχει τα ίδια οφέλη που προσφέρει μια ώρα στο γυμναστήριο.
Οι ίδιοι οι ερευνητές, πάντως, εξηγούν ότι όσοι δεν αφιερώνουν χρόνο στη φυσική άσκηση δεν θα πρέπει να επαναπαύονται με την ιδέα ότι η γυμναστική θα αντικατασταθεί με ένα χάπι: «Πιθανότατα οι μεταβολίτες της γυμναστικής θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν στην πρόληψη ασθενειών και στη διατήρηση της φυσικής κατάστασης.
Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν μπορούν να κάνουν θαύματα», επισημαίνει η Μέγκαν Μπερκ.
«Εξάλλου», προσθέτει, «θα χρειαστούν ακόμη πολλές έρευνες για να καταλάβουμε εάν πραγματικά μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη αυτή η ιδέα».