Με βελτιωτικές αλλαγές σε ό,τι αφορά τις αποδείξεις αγοράς αγαθών και υπηρεσιών, οι οποίες έχουν συνδεθεί με το αφορολόγητο ποσό των 12.000 ευρώ, επιχειρεί το υπουργείο Οικονομικών να τονώσει αμέσως τα έσοδα του ΦΠΑ που παρουσιάζουν δραματική υστέρηση.
Μετά τη διαπίστωση ότι η συλλογή αποδείξεων από τους πολίτες παρουσιάζει σημάδια εξασθένισης και κατά συνέπεια συνεχίζεται η φοροδιαφυγή σε επαγγελματικές ομάδες, ο υπουργός Γιώργος Παπακωνσταντίνου έδωσε εντολή στις αρμόδιες υπηρεσίες να προχωρήσουν αμέσως σε αλλαγές.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το αμέσως επόμενο διάστημα το υπουργείο θα ανακοινώσει τις ρυθμίσεις που θα ισχύσουν για το δεύτερο εξάμηνο του έτους και θα είναι στην κατεύθυνση της μεγιστοποίησης της έκπτωσης φόρου (bonus) που θα έχουν οι φορολογούμενοι.
Διπλασιασμός
Ειδικότερα θα αφορούν τις αποδείξεις που θα συλλέγουν για τις δαπάνες επαγγελμάτων που -σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων- έχουν μεγάλα ποσοστά φοροδιαφυγής.
Πρόκειται για επαγγελματίες όπως είναι οι γιατροί, οι υδραυλικοί, οι ηλεκτρολόγοι, αλλά και όσοι απασχολούνται ως βοηθητικό προσωπικό, όπως νοσηλευτές, οικιακοί βοηθοί, οδηγοί.
Το σενάριο αυτό είναι το επικρατέστερο και μπορεί να οδηγήσει μέχρι τον διπλασιασμό του bonus για όσους συλλέγουν αποδείξεις από τους συγκεκριμένους επαγγελματίες, ενώ το υπουργείο Οικονομικών εξετάζει και άλλα σενάρια, όπως η αύξηση του ανώτατου ορίου των αποδείξεων πάνω από τα 18.000 ευρώ.
Επίσης εξετάζεται η επιβολή πλαφόν στις αποδείξεις, το οποίο θα μεταβάλλεται κάθε χρόνο και θα ανακοινώνεται τον Ιανουάριο του επόμενου έτους, ώστε να γνωρίζουν οι πολίτες το μέγιστο ύψος των φορολογικών δαπανών.
Σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς που καθορίστηκε στο νέο φορολογικό νομοσχέδιο, για πρώτη φορά το ατομικό αφορολόγητο ποσό συνδέεται άμεσα με τις δαπάνες που πραγματοποιεί ο φορολογούμενος και έτσι αυτός δικαιούται το αφορολόγητο ποσό των 12.000 ευρώ, εφόσον προσκομίζει τις νόμιμες αποδείξεις αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών. Το ελάχιστο ύψος των αποδείξεων πρέπει να ανέρχεται στο 10% του ατομικού φορολογητέου εισοδήματός του (δεν περιλαμβάνονται οι ασφαλιστικές εισφορές), αν αυτό είναι μέχρι 12.000 ευρώ.
Για εισόδημα μεγαλύτερο από 12.000 ευρώ το ελάχιστο ύψος των αποδείξεων υπολογίζεται στο 30% του δηλωθέντος εισοδήματος.
Για ατομικό εισόδημα μέχρι 6.000 ευρώ δεν απαιτείται η προσκόμιση αποδείξεων δαπανών.
Για παράδειγμα, αν κάποιος έχει φορολογητέο εισόδημα 10.000 ευρώ θα πρέπει να προσκομίσει αποδείξεις αξίας 1.000 ευρώ (10.000Χ10%=1.000). Για εισόδημα 12.000 ευρώ το ποσό των αποδείξεων ανέρχεται σε 1.200 ευρώ (12.000Χ10%=1.200). Για εισόδημα 15.000 ευρώ η αξία των αποδείξεων υπολογίζεται ως εξής: για το κομμάτι μέχρι τα 12.000 ευρώ με συντελεστή 10%, δηλαδή 1.200 ευρώ, και για το τμήμα πάνω από τα 12.000 ευρώ και μέχρι τα 15.000 ευρώ, ο συντελεστής είναι 30%.
Αυτό σημαίνει ότι η αξία των αποδείξεων γι’ αυτό το τμήμα διαμορφώνεται στα 900 ευρώ (3.000Χ30%=900).
Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν προσκομίσει το απαιτούμενο ποσό των αποδείξεων, τότε επί του ποσού που του υπολείπεται θα πληρώσει φόρο 10%.
Για παράδειγμα, αν χρειάζεται αποδείξεις 10.000 ευρώ και προσκομίσει 8.000 ευρώ, τα 2.000 ευρώ που λείπουν θα επιβαρυνθούν με φόρο 10%, δηλαδή θα πληρώσει 200 ευρώ πρόστιμο.
Οταν η αξία των αποδείξεων είναι μεγαλύτερη από το απαιτούμενο ποσό, τότε παρέχεται έκπτωση 10% από τον φόρο στην πλεονάζουσα διαφορά. Το ίδιο ισχύει και για οικογένειες των οποίων οι αποδείξεις θα ξεπερνούν τα 30.000 ευρώ.
ΣΕΝΑΡΙΟ 2ο
Πάνω από 18.000 ευρώ το όριο για φοροέκπτωση
Το ανώτατο όριο που έχει τεθεί για το ποσό των αποδείξεων είναι τα 15.000 ευρώ για άγαμο και τα 30.000 ευρώ για οικογένεια. Με βάση τα παραπάνω, αν κάποιος προσκομίσει αποδείξεις 15.000 ευρώ και το απαιτούμενο ποσό για την κάλυψη του αφορολόγητου ορίου είναι 12.000 ευρώ, τότε για το «πλεόνασμα» των 3.000 θα έχει μείωση φόρου 300 ευρώ (3.000Χ10%=300). Αν προσκομίσει αποδείξεις 18.000 ευρώ, τότε θα έχει το ίδιο όφελος, αφού υπάρχει το πλαφόν των 15.000 ευρώ.
Σύμφωνα με το δεύτερο σενάριο εξετάζεται η αύξηση του ανώτατου ορίου των αποδείξεων πάνω από 18.000 ευρώ.
Σημειώνεται ότι από τις αποδείξεις για την κατοχύρωση του αφορολόγητου ορίου η Εφορία δεν αναγνωρίζει:
- τις δαπάνες για απόκτηση περιουσιακών στοιχείων που εντάσσονται στο «πόθεν έσχες»,
- τις δαπάνες για ύδρευση, αποχέτευση, ηλεκτρισμό, τηλέφωνα και τηλεπικοινωνίες γενικά,
- τα εισιτήρια σε κάθε είδους μεταφορικό μέσο (λεωφορεία, μετρό κ.ά.),
- όσες δαπάνες με βάση άλλες φορολογικές διατάξεις λαμβάνονται υπόψη για φορολογικές ελαφρύνσεις, όπως τα ενοίκια, τα έξοδα για γιατρούς, νοσήλια, ασφάλιστρα, τόκους στεγαστικών δανείων, φροντιστήρια και αμοιβές για δικηγόρους.
Πηγή: Εθνος της Κυριακής