7 Σεπ 2008

Μισθοί με αγοραστική δύναμη του 1984

Στον μέσο ακαθάριστο μισθό που ίσχυε προ του έτους 1984 έχει κατρακυλήσει η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, ενώ δύο εκατομμύρια Ελληνες βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας, καθιστώντας την Ελλάδα - από κοινού με τη Λετονία - τη χώρα με τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας στην Ευρωπαϊκή Ενωση των 27 χωρών.

Τα στοιχεία αυτά, τα οποία προέρχονται από την έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, καταδεικνύουν τη δυσχερή θέση στην οποία βρίσκεται μεγάλος αριθμός πολιτών της χώρας μας εξαιτίας της συνεχούς ανόδου των τιμών και της παρατεταμένης λιτότητας στους μισθούς και στα ημερομίσθια. Στην έκθεση, η οποία αναμένεται να παρουσιασθεί στις 10 Σεπτεμβρίου στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο των αντιδράσεων των συνδικάτων για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, υπογραμμίζεται ότι ένας στους δύο μισθωτούς αμείβεται με μεικτές αποδοχές χαμηλότερες των 1.250 ευρώ τον μήνα, ενώ οι μέσες μηνιαίες αποδοχές το 2007 ανέρχονταν στην Ελλάδα σε 1.668 ευρώ για τους απασχολουμένους με πλήρες ωράριο έναντι 2.366 ευρώ κατά μέσο όρο στα κράτη-μέλη της ΕΕ των «15».

Η αγοραστική δύναμη του μέσου ακαθάριστου μισθού στην Ελλάδα το 2007 ανερχόταν σε 83% του μέσου όρου της ΕΕ των «15», ενώ για το 2008 κινείται σε επίπεδα μικρότερα του 1984.

Οι εργαζόμενοι στη χώρα μας σε ποσοστό 14% είναι φτωχοί, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ δεν ξεπερνά το 7%. Δύο εκατομμύρια Ελληνες - 832.456 νοικοκυριά και 2.088.701 άτομα - ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας.

Το εισόδημα του 20% των περισσότερων εύπορων Ελλήνων είναι 6,5 φορές μεγαλύτερο από το εισόδημα του 20% των λιγότερο εύπορων Ελλήνων.

Την ίδια στιγμή ο πληθωρισμός για τα φτωχά νοικοκυριά - κοινώς για το 50% των μισθωτών - αγγίζει το 6%. Το ποσοστό αυτό προκύπτει από ειδική επεξεργασία που έχουν κάνει τα συνδικάτα, όπου τα προϊόντα που μπαίνουν στο καλάθι της νοικοκυράς υπολογίζονται με ειδικό συντελεστή. Ο συντελεστής αυτός είναι υψηλότερος για τα είδη πρώτης ανάγκης (π.χ. τρόφιμα) και χαμηλότερος για τα είδη πολυτελείας (π.χ. κοσμήματα). Ετσι προκύπτει ότι ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος του μέσου όρου για τα φτωχότερα νοικοκυριά.

Και ενώ οι μισθωτοί καλούνται να σηκώσουν το κύριο βάρος της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, οι επιχειρήσεις αυξάνουν τα κέρδη τους. Με βάση τα στοιχεία της έκθεσης, «η αύξηση της μέσης πραγματικής αμοιβής στον ιδιωτικό τομέα σε επίπεδα βραδύτερα από τη μέση παραγωγικότητα της εργασίας είχε ως αποτέλεσμα στο τέλος της περιόδου 2000-2007 η μεν μέση πραγματική αμοιβή να έχει αυξηθεί κατά 27%, ενώ η παραγωγικότητα κατά 36,5%. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι υπήρξε για τις επιχειρήσεις ένα όφελος περίπου 7% στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε πραγματικούς όρους».

Δεν είναι τυχαίο ότι στην έκθεση γίνεται αναφορά στην ασκούμενη οικονομική πολιτική, η οποία τα τελευταία χρόνια «μετέφερε σημαντικούς πόρους στους επιχειρηματίες προκειμένου, σύμφωνα με τη σχετική επιχειρηματολογία, να αυξηθεί η επενδυτική δραστηριότητα. Στην πραγματικότητα όμως επιδεινώθηκαν οι συνθήκες αναδιανομής του εισοδήματος και ευνοήθηκαν επιχειρηματικοί κλάδοι για να ενισχύσουν την ολιγοπωλιακή τους θέση και την απολυταρχική τους συμπεριφορά στην εγχώρια αγορά πυροδοτώντας την ακρίβεια, αφού η επιτάχυνση του πληθωρισμού είναι μεγαλύτερη στις επιχειρήσεις αυτών των κλάδων από ό,τι σε εκείνες που λειτουργούν σε συνθήκες ανταγωνισμού».

Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ