12 Μαρ 2010

ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ: Πως ο Δ.Σολωμός έγραψε την πρώτη στροφή.

Ζάκυνθος 1823.
Απέναντι στη Ρούμελη γινόνταν μάχες των Ελλήνων με τους Τούρκους.
Ο Σολωμός εμπνεύστηκε και άρχισε να γράφειτον ύμνο προς την Ελευθερία.Το τελείωσε όλο τον ίδιο χρόνο,μόνο που το ποίημα άρχιζε από:

Απο τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά
και σαν πρώτη αντριωμένη χαίρε ω χαίρε ελευθεριά.

Δεν του άρεσε όμως να αρχίζει έτσι.Ηθελε να αρχίζει με μια στροφή που να χαιρετίζει πρώτα από όλα την Ελλάδα.Ελα όμως που δεν μπορούσε να βεί την αρχή αυτή.Την πρώτη δηλαδή στροφή.
Πέρασε αρκετός καιρός.
Το 1825 άρχισε η πολιορκία του Μεοσλογγίου.
Ο Σολωμός καθημερινά ανέβαινε στον λόφο του Στράνη και άκουγε τους κανονιοβολισμούς των Τούρκων που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι έχοντας παράλληλα τον προβληματισμό πως να αρχίσει τον Εθνικό ύμνο.Την πρώτη στροφή.
Πολλοί Μεοσλογγίτες εκείνη την εποχή κατεφθαναν σαν πρόσφυγες στην Ζάκυνθο για να ζητήσουν ελεημοσύνη λόγω της πείνας που είχει ενσκήψει στην πόλη τους από την πολιορκία.
Πολλές Μεσολογγίτισες δούλευαν σαν υπηρέτριες σε σπίτια ευγενών Ζακυνθινών.
Μια τέτοια υπηρέτρια η Μαρία δούλευε στο σπίτι του Σολωμού.
Η Μαρία φορούσε την τοπική της φορεσιά και όταν έβγαινε από το σπίτι αρματωνόνταν με το σπαθί της,όπως είχε μάθει στο Μεσολόγγι για τον φόβο του εχθρού.
Μια μέρα ο Σολωμός ανέβηκε στον λόφο του Στράνη,κάθησε κάτω από ένα δέντρο και ακούγοντας τους κανονιοβολισμούς άρχισε να σκέφτεται πάλι πως να αρχίσει τον Εθνικό Υμνο.
Η μέρα περνούσε.Ο Σολωμός συνέχισε να κάθεται κάτω από το δέντρο,κοιτούσε με ένα απλανές βλέμα το Μεσολόγγι αλλά μέσα του τον έτρωγε πως να αρχίσει τον Εθνικό Υμνο.
Η ωρα περνούσε.Η Μαρία ανησύχησε,ζώστηκε το σπαθί της και ανέβηκε στον λόφο του Στράνη που ήταν σίγουρη ότι θα βρεί τον Σιορ Διονύση.
Ηταν μεσημέρι και ο ήλιος λαμποκοπούσε.
Βλέπει τον Σιορ Διονύση κάτω απο ένα δέντρο με το απλανές του βλέμμα στραμένο προς το Μεσολόγγι.
-Σιορ Διονύση ελα να πάμε σπίτι .Είναι αργά.
ο Σιορ Διονύσης δεν ακουγε τίποτε.
-Σιορ Διονύση,ελα σε παρακαλώ.Εχω ετοιμάσει φαγητό.
Ο Σιορ Διονύσης δεν ακουγε τίποτε.
-Ελα Σιορ Διονύση μου δεν με γνωρίζεις? Η Μαρία είμαι.
Τότε ο Σιορ Διονύσης στρέφει το βλέμμα και αντικρύζει διπλα του το σπαθί της.Στρέφει το βλέμμα προς την γή και βλέπει την σκιά της που την μετρούσε.
Τότε σηκωνεται επάνω και αναφωνεί χαρούμενος:

ΣΕ ΓΝΩΡΙΖΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΨΗ ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΤΗΝ ΤΡΟΜΕΡΗ ( το σπαθί που φορούσε)

ΣΕ ΓΝΩΡΙΖΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΨΗ ΠΟΥ ΜΕ ΒΙΑ ΜΕΤΡΑΕΙ ΤΗΝ ΓΗ ( Η σκια της Μαρίας).

Μπροστά στην αχέρωση κορμοστασιά της Μεσολογγίτισας αντίκρυζε όλη την Ελλάδα.Και την χαιρετούσε.Ετσι όπως ήθελε.
Και μετά το ποίημα συνεχίζει με τα γνωστά που τα ειχε γράψει από πολύ πρίν.