Ποιοι είναι οι γνωστοί - άγνωστοι; Το προσφιλέστερο κλισέ των μήντια εμπεριέχει μια αντίφαση, η οποία ακυρώνει τη δημοσιογραφική αξιοπιστία: Αν είναι γνωστοί, γιατί δεν κατονομάζονται; Αν είναι άγνωστοι, γιατί δεν τους μαθαίνουμε;
Δυστυχώς, μέγα μέρος της μηντιόσφαιρας έχει απολέσει τις σχέσεις του με την έρευνα, με το πρωτογενές ρεπορτάζ και με την ψυχρή περιγραφή των ευρημάτων. Αντ’ αυτών μηρυκάζει δελτία τύπου, διαρροές κρατικών πηγών, στερεότυπα και κόπι-πέιστ από το ίντερνετ.
Ωστόσο, αν θέλεις να διαβάσεις ψυχρά τα γεγονότα και αν ερευνήσεις, μπορείς να αποκτήσεις μια ιδέα για το ποιοι κρύβονται πίσω από τις αντιδακρυγόνες κουκούλες. Καταρχάς, η παρούσα νεανική εξέγερση κατέρριψε τα κλισέ περί δυο-τριών εκατοντάδων κουκουλοφόρων που κατοικοεδρεύουν στα Εξάρχεια. Οι χιλιάδες νεαροί με τα κουκουλο-φούτερ «χούντις» Nike και GAP, σε όλη την Ελλάδα, ασφαλώς δεν ανάβλυσαν από τα μυθολογημένα Εξάρχεια. Οι περισσότεροι χούντις των Δεκεμβριανών είναι λυκειόπαιδα εύπορων και μικροαστικών οικογενειών, που έως την ιστορική πια Νύχτα του Αγίου Νικολάου δεν είχαν ιδέα πώς ανατρέπονται οι κάδοι και πώς προφυλάσσεσαι από τα δακρυγόνα. Το έμαθαν σε λιγότερο από δύο εικοσιτετράωρα. Η θεαματική είσοδος των λυκειακών χούντις στους δρόμους είναι το πρώτο και πιο εντυπωσιακό στοιχείο των Δεκεμβριανών ’08.
Το δεύτερο καινοφανές στοιχείο είναι ο ρόλος των λούμπεν βανδάλων. Σε αυτό το άμορφο σύνολο αθροίζονται μικροποινικοί, παραβατικοί, πρεζάκια, τσιγγάνοι, μετανάστες, γηπεδο-συναυλιακοί χούλιγκαν, περιθωριακοί χωρίς καμιά πολιτική συνείδηση. Τους ενώνει το σπάσιμο χωρίς επιλεκτική στόχευση, το μπάχαλο, το ντου, το μικροπλιάτσικο. Οι λούμπεν βάνδαλοι σπάνε «ό,τι να’ ναι», αδιακρίτως, και έδωσαν τον τόνο σε αρκετά σημεία της Αθήνας, την περασμένη Δευτέρα. Αυτοί κυριάρχησαν σιωπηρά και το βράδυ της Τετάρτης στο κατειλημμένο Πολυτεχνείο, υπερισχύοντας ακόμη και επί των δυναμικών, πλην ευάριθμων και πολιτικοποιημένων αντιεξουσιαστών, οι οποίοι ενώπιον του χάους των λούμπεν μετακόμισαν στη συνέλευση της ΑΣΟΕΕ. Οι αναρχικοί έχασαν το Πολυτεχνείο, το μυθικό τους Κάμελοτ, άπαρτο από το 1973.
Αυτούς τους λούμπεν τους εχω δει και στην Ιταλία και στη Γένοβα –μάς έλεγε εμπειροπόλεμος αναρχικός, την Πέμπτη τα ξημερώματα– αλλά δεν τους είχα ξαναδεί σε τέτοια έκταση εδώ. Οι λούμπεν δεν υπακούουν σε καμιά συλλογικότητα: έκλεβαν κινητά, κράνη και μοτοσικλέτες από αναρχικούς, ακόμη και μέσα στο Πολυτεχνείο...
Τρίτο στοιχείο: το πλιάτσικο. Περισσότερο και από τους λούμπεν, στο πλιάτσικο επιδόθηκαν μετανάστες που δεν συμμετείχαν καν στα σπασίματα. Η Πατησίων λεηλατήθηκε από τέτοιους ανθρώπους: Είδα Πακιστανό με σαγιονάρα, να φοράει γούνα-λάφυρο, μας είπε αναρχικός ακτιβίστας.
Αλλοι γνωστοί - άγνωστοι; Ναι, μια ακαθόριστη ομάδα «γκρίζων» που κινείται στις διαδηλώσεις σε ρόλο προβοκάτορα: σπάει απρόκλητα εκτός στόχων, αρχίζει το πλιάτσικο κι ύστερα ξεγλιστράει, αφήνοντας πίσω τους νεοφώτιστους, τους άπειρους νεαρούς, οι οποίοι και συνήθως συλλαμβάνονται. Αυτοί οι «γκρίζοι» πιθανολογείται ότι χρωστούν κάτι στην αστυνομία από το παρελθόν – σύλληψη για ουσίες, για μικροποινικά κ.λπ. – και δρουν, για κάποιο διάστημα, μέσα σε αυτό το πλαίσιο ιδιότυπης ομηρίας και ανταπόδοσης. Για κάποιους τουλάχιστον αυτοί οι «γκρίζοι» δεν είναι «άγνωστοι», και δεν είναι αναρχικοί.
Οι αναρχικοί; Σαραντάρης διανοούμενος αντεξουσιαστής, την Κυριακή των δακρυγόνων στον Λυκαβηττό, ενώ μας προσπερνούσαν εκατοντάδες έξαλλοι σπάστες, μας είπε: Τώρα το λόγο έχει η ξέφρενη μεταβλητή... Προφανώς είχε διαγνώσει τη φύση του πλήθους. Οι αναρχικοί δεν είναι οργανωμένοι και δεν είναι ενιαίοι ιδεολογικά: αναρχοκομμουνιστές, συμβουλιακοί, σιτουασιονίστ, κοινωνικοί οικολόγοι, πολιτικοί σπάστες, αυθόρμητοι μπάχαλοι, κ.λπ., χωρίς καν ενιαία στάση στη χρήση βίας. Τα σπασίματά τους πάντως, όταν συμβαίνουν, στρέφονται κατά στόχων με σαφή συμβολισμό: κρατικά κτίρια, τράπεζες, πολυεθνικές, ποτέ μικρομάγαζα και κτίρια κατοικιών.
Στις πρωτοφανούς εκτάσεως και διάρκειας ταραχές της περασμένης εβδομάδας, ακόμη και οι αναρχικοί «έχασαν την μπάλα», όπως μας είπαν. «Είδαμε μπροστά μας το όνειρο κάθε αναρχικού: το χάος. Και σαστίσαμε...» Οι συνειδητοποιημένοι αναρχικοί είναι μορφωμένοι· όταν δεν σπάνε, περνούν με άνεση από τον Ντοστογιέφσκι στον Αναγνωστάκη και τον Ντεμπόρ, από το dubstep στα ρεμπέτικα και στο noise, συζητούν για τη βακχεία της εξέγερσης, για τη μέθη της βίας και τα όριά της. Αναγνωρίζουν προγόνους, συγχρωτίζονται με την Αριστερά και αλληλοεπηρεάζονται, βρίσκονται εντός κοινωνίας. Μετά τα τριάντα, συνήθως, αποσύρονται σταδιακά από το δρόμο. «Οι πιο υπέροχες στιγμές ήταν όταν κατεβαίναμε πιασμένοι χέρι-χέρι», άκουσα να εξομολογείται υποβλητικά η νεαρή αναρχική. «Δεν αντέχω πια τους “ζέουλες” της Δευτέρας που τρέχανε τρελαμένοι όπου γινόταν μπάχαλο. Βαρέθηκα τα όχι, θέλω να πω ναι, δεν γουστάρω άλλο θάνατο...»
Αλλά οι πολιτικοί αναρχικοί δεν δίνουν πια τον κυρίαρχο τόνο στα οδοφράγματα και τα σπασίματα· το κύμα των αυθόρμητων χούντις εφήβων και η αγέλη των λούμπεν απειλούν, αν δεν έχουν σπάσει ήδη, την ηγεμονία τους.
Του Νικου Γ. Ξυδακη από την Καθημερινή