Η Ελλάδα αποκόμισε μεγάλα οφέλη από την ένταξή της στην Ευρωζώνη. Το κόστος δανεισμού υποχώρησε, η οικονομία «έτρεχε» με μέσο ετήσιο ρυθμό 4% και η Αθήνα λάμβανε σημαντικά κονδύλια από τις Βρυξέλλες.
Η πιθανότητα ότι η κυβέρνηση -με την ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της μιας έδρας- μπορεί να πέσει μετά τις χειρότερες ταραχές των τελευταίων δεκαετιών, δείχνει πόσο εύθραυστο είναι το πολιτικό σκηνικό. Το ίδιο ισχύει πλέον και για την οικονομία.
Όπως σε Ισπανία και Ιρλανδία, έτσι και στην Ελλάδα σημειώθηκε πιστωτική «έκρηξη». Οι τιμές των κατοικιών ενισχύονταν κατά 10% ετησίως την περίοδο 2002-2006. Οι καταναλωτές ανέλαβαν χρέη, όπως και οι επιχειρήσεις. Ο πληθωρισμός παρέμεινε υψηλός, διαβρώνοντας σταθερά την ανταγωνιστικότητα. Ως αποτέλεσμα, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εκτοξεύθηκε στο 14% του ΑΕΠ, πέρυσι, το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρωζώνη.
Άλλος αδύναμος κρίκος είναι το δημόσιο χρέος. Στο 94% του ΑΕΠ, είναι το δεύτερο μεγαλύτερο μετά της Ιταλίας. Την ίδια στιγμή, τα επίμονα δημοσιονομικά ελλείμματα εγείρουν σκοτεινά ερωτήματα για τη βιωσιμότητα της δημοσιονομικής θέσης της Ελλάδας. Και η οικονομική επιβράδυνση δεν βοηθά.
Η ζήτηση για ναυτιλιακές υπηρεσίες -από τις οποίες προέρχεται το ένα τρίτο των ελληνικών εξαγωγών- έχει μειωθεί, όπως φαίνεται από τη βουτιά 94% του δείκτη Baltic Dry από τον Ιούνιο.
Οι επενδυτές είχαν προεξοφλήσει μέρος αυτών των κινδύνων πριν την έναρξη των ταραχών. Όμως, το spread των ελληνικών ομολόγων «εξερράγη» φέτος. Το κόστος δανεισμού της Ελλάδας είναι τώρα 200 μονάδες υψηλότερο σε σχέση με τις αρχές του έτους, παρά τις μειώσεις επιτοκίων της ΕΚΤ. Την Τετάρτη, οι Έλληνες εργαζόμενοι κατέβηκαν σε γενική απεργία. Το ίδιο φαίνεται να κάνουν και οι επενδυτές.
Πηγή:ΗΜΕΡΗΣΙΑ