Μια γυναίκα κι ένας άντρας που δεν γνωρίζονται τυχαίνει να μπουν στο ίδιο κουπέ του τρένου. Μετά την αρχική αμηχανία συστήνονται. Η διαδρομή είναι μεγάλη και χρειάζεται να νιώσουν άνετα αφού θα συνταξιδέψουν. Οταν εξαντλούν όλα τα θέματα που μπορεί να συζητήσουν, νυστάζουν και πέφτουν για ύπνο.
Η γυναίκα ανεβαίνει στην πάνω κουκέτα, ο άντρας ξαπλώνει στην κάτω. Και τους παίρνει ο ύπνος.
Περασμένα μεσάνυχτα, η γυναίκα σκύβει και ξυπνάει τον άντρα. «Συγγνώμη που σ' ενοχλώ αλλά κρυώνω τρομερά. Μήπως μπορείς να μου φέρεις ακόμη μία κουβέρτα;».
Ο άντρας την κοιτάει λοξά: «Εχω μια καλύτερη ιδέα... Μόνο για απόψε, θες να προσποιηθούμε ότι είμαστε παντρεμένοι;».
Η γυναίκα, χήρα και μόνη, πώς ν' αντισταθεί στην περίεργη πρόταση ενός τόσο ωραίου, νεαρού άντρα: «Γιατί όχι; Ας το κάνουμε»! «Τέλεια», λέει εκείνος.
«Τράβα και πάρ' τη μόνη σου, μωρή τεμπέλα, την κωλοκουβέρτα! Αϊ σιχτίρ, που ψάχνεις για δούλους»!..