Σύμφωνα με τη μυθολογία, από το Ακρωτήριο του Σουνίου αυτοκτόνησε ο βασιλιάς της Αθήνας Αιγαίας. Ο μύθος λέει ότι περίμενε στο Σούνιο να δει το καράβι του γιου του Θησέα να επιστρέφει από την Κρήτη, όπου είχε πάει για να αντιμετωπίσει τον Μινώταυρο.
Μέθυσε από την επιτυχία ο γιος και ξέχασε το δόλιο πατέρα, ξέχασε κατά την επιστροφή του να υψώσει τη λευκή σημαία, το σύμβολο της νίκης. Ο Αιγαίας είδε τη μαύρη σημαία στο καράβι και βυθίστηκε στην απελπισία και το πέλαγος.
Αν ξεκουραζόταν στην κουπαστή του ύπνου, ή αφοσιωνόταν στη θέα και ναυαγούσε στα μαβιά κρόσια της αυγής ή της δύσης, το ελληνικό αρχιπέλαγος δεν θα αξιωνόταν ένα τέτοιο εράσμιο, δροσερό όνομα, και μεις δεν θα τρυγούσαμε στη θητεία του καλοκαιριού τόσους προσκυνητές, που αναζητούν στον ήλιο, «τον ηλιάτορα, τον πετροπαιχνιδιάτορα» τη θάλασσα, και τα μνημεία, το μύθο τους στην Ελλάδα.
Το μάτι του επισκέπτη, που ρουφάει αχόρταγα τις εικόνες στις αφίσες του ΕΟΤ μπερδεύεται από την «αληθινή εμπειρία». Οπως χθες. Οποιος είχε την αθώα παρόρμηση να διανύσει περίπου 60 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας για να περιπλανηθεί στο ναό του Ποσειδώνα, βρήκε μεν τον χώρο ανοιχτό, αλλά την καντίνα κλειστή.
Δε χάλασε ο κόσμος, θα πείτε. Δεν του αρκεί η επαφή με το αρχαίο πνεύμα, η σύμπτυξη του ατέρμονος, η διείσδυση μέσα στις αισθήσεις, η μεταγλώττιση του ήχου που κάνουν, παφλάζοντας τα κύματα; Θέλει και μια σταγόνα καθαρού νερού, Ιούλιο μήνα καταμεσήμερο;
Παινευόμαστε για την κληρονομιά μας, κομπάζουμε για «τούτα δω τα μάρμαρα», αλλά αφήνουμε το Λύκειο του Αριστοτέλη να χορταριάζει, ομνύουμε στη βαριά βιομηχανία μας τον τουρισμό, αλλά αφήνουμε το άνοιγμα του χρόνου να καταβροχθίζει απλώς γεγονότα.
Ενα λουκέτο σ' ένα μουσείο, ένας περιβάλλων χώρος απεριποίητος, μια καντίνα κλειστή, ένας Μινώταυρος προχειρότητας, και παθογενειών, μια λευκή σημαία που ξεχάσαμε να υψώσουμε...
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη από την ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ