Οικοδομώντας το «Ιδανικό» Εθνικό Κράτος
Η σύγχρονη Ελλάδα, όπως και τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, βασίστηκε πάνω στην ιδεολογία του εθνικισμού. Το νεοελληνικό κράτος επιδίωξε εξαρχής την εθνική ομοιογένεια αφομοιώνοντας ή εκτοπίζοντας από τα εδάφη του άλλες εθνότητες και μειονότητες. Ο στόχος ήταν προφανής: ένα κράτος, ένα έθνος, μια θρησκεία. Αυτό το «ιδανικό» έπρεπε να επιτευχθεί με κάθε κόστος.
Ύστερα από πολεμικές περιπέτειες δεκαετιών, που είχαν ως αποτέλεσμα κοσμοϊστορικές μετακινήσεις πληθυσμών, η Ελλάδα απέκτησε μια εθνολογική ομοιογένεια, την οποία θα ζήλευαν ακόμη και οι «αποστειρωμένες» Σκανδιναβικές χώρες.
Η ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας (1923), που προκάλεσε ευθανασία στη Μεγάλη Ιδέα, κατέστησε την Ελλάδα, χώρα με μεγάλη εθνολογική ομοιογένεια. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο μονάχα η Ελλάδα (96,5% Έλληνες) πλησίαζε στο «ιδεώδες» του μονοεθνικού κράτους στα Βαλκάνια. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι διαρροές των μειονοτικών πληθυσμών συνεχίστηκαν κι έτσι η Ελλάδα, όπως και τα άλλα βαλκανικά κράτη, ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την εθνική της ομοιογένεια. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να φθάσει η Ελλάδα να κατοικείται κατά 98,5% από Έλληνες, ένα ποσοστό εκπληκτικό ακόμη και για τα σκανδιναβικά δεδομένα.
Η επίσημη πολιτική της Ελλάδας διακήρυττε πως δεν υπήρχαν μειονότητες, θεωρώντας πως τυχόν αναγνώρισή τους θα απειλούσε το ιδεολόγημα του «εθνικά καθαρού» ελλαδικού κράτους. Το παράδοξο ήταν πως όλη αυτή την περίοδο η Ελλάδα, ενώ κόπτονταν για την προστασία των ελληνικών μειονοτήτων και για τη διατήρηση της ελληνική εθνικής ταυτότητας στις κοινότητες της διασποράς αρνούνταν λυσσαλέα σε Έλληνες υπηκόους να διατηρήσουν τη διαφορετική εθνική ή πολιτιστική τους ταυτότητα. Η αντιφατική αυτή στάση αποτελεί για ορισμένους το σημαντικότερο στοιχείο του συνδρόμου «ελληνοκεντρικής εγωπάθειας», που συνεχίζει να χαρακτηρίζει μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας.
Εισαγωγές-Εξαγωγές Ανθρώπων
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 η φτωχή και αναπτυσσόμενη Ελλάδα αποτελούσε μια δεξαμενή φτηνών εργατικών χεριών, τα οποία και έστελνε στις βιομηχανικές χώρες της Δύσης. Αυτή η «ανθρώπινη αιμορραγία» είχε βέβαια και τα πλεονεκτήματά της: η ισχνή οικονομία της χώρας επιβίωνε κυριολεκτικά χάρη στα εκατομμύρια των δολαρίων που έστελναν ως εμβάσματα οι μετανάστες για να στηρίξουν τις οικογένειες τους. Η Ελλάδα «εξήγαγε» ανθρώπους κι έπαιρνε ως αντάλλαγμα χρήματα.
Μετά το 1975 οι «εξαγωγές» ανθρώπινου δυναμικού από την Ελλάδα περιορίστηκαν, ενώ την ίδια περίοδο ξεκίνησε ένα έντονο κύμα παλιννόστησης. Η στασιμότητα της φυσικής αύξησης του ελληνικού πληθυσμού, αποτέλεσμα της ραγδαίας μείωσης των γεννήσεων (αλλά και της μεγάλης αύξησης των αμβλώσεων…), σε συνδυασμό με την οικονομική άνοδο της χώρας αλλά και τις κοσμοϊστορικές πολιτικοοικονομικές αλλαγές που συνέβησαν στην Ανατολική Ευρώπη (κατάρρευση κομμουνιστικών καθεστώτων, διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας κ.ά.), είχαν ως αποτέλεσμα από το 1990 και μετά, ένα μεγάλο κύμα μεταναστών και προσφύγων να βρει καταφύγιο στην Ελλάδα.
Από το 1991 πάνω από μισό εκατομμύριο Αλβανοί εγκατέλειψαν την πατρίδα τους και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, αποτελώντας έτσι την πολυπληθέστερη ομάδα οικονομικών μεταναστών στη χώρα μας.
Κατά τη δεκαετία του 1990 η χώρα μας υποδέχτηκε περίπου ένα εκατομμύριο μετανάστες, οι περισσότεροι εκ των οποίων έγιναν μόνιμοι κάτοικοί της. Η ελληνική κοινωνία αιφνιδιάστηκε. Μέσα στην αρχική σύγχυση έχασε την επαφή της με την πραγματικότητα κι εθελοτυφλούσε υποστηρίζοντας ότι οι ξένοι επειδή είναι παράνομοι, δεν υπήρχαν! Χρειάστηκαν χρόνια για να συνέλθει η κοινωνία μας από το σοκ και να αποδεχτεί την πραγματικότητα: οι ξένοι ζουν ανάμεσά μας και δεν είναι προσωρινοί, δεν αποτελούν μια σύντομη επωφελή παρένθεση, αλλά ένα μόνιμο δυναμικό στοιχείο που ενδέχεται να μεταβάλλει μακροπρόθεσμα τη μορφή και τη σύνθεση της ελληνικής κοιωνίας.
Οι Μετανάστες δεν «Παίρνουν τις Δουλειές» μας
Οι μετανάστες είναι λοιπόν εδώ. Ζουν ανάμεσα μας και συμβάλουν στη δημιουργία μιας νέας, πολυπολιτισμικής Ελλάδας. Μιας Ελλάδας, που μετατρέπεται σταδιακά σε γερασμένη και πλούσια ευρωπαϊκή χώρα, η οποία χρειάζεται τους μετανάστες για να φροντίζουν τους ηλικιωμένους, να καθαρίζουν τα σπίτια, να κτίζουν τις οικοδομές, να σκάβουν στα χωράφια, να ξεπουπουλιάζουν τα κοτόπουλα και να καθαρίζουν τα ψάρια στα εστιατόρια. Με άλλα λόγια για δουλειές που ένας μέσος Έλληνας, ακόμη κι αν απειλείται από το φάσμα της ανεργίας, δεν κόπτεται για να τις κάνει. Επίσης, οι αλλοδαπές αποδέσμευσαν από τις οικογενειακές φροντίδες ένα σημαντικό τμήμα του γυναικείου πληθυσμού, διευκολύνοντας έτσι την ένταξή του στην αγορά εργασίας.
Ενώ οι μετανάστες σπεύδουν να στελεχώσουν παραγωγικούς τομείς της οικονομίας με μεγάλη ζήτηση για φθηνή και εντατική εργασία, οι Έλληνες εργαζόμενοι αποφεύγουν όλο και περισσότερο τις κακοπληρωμένες και ανειδίκευτες εργασίες, τις δουλειές στα χωράφια, στις οικοδομές και στα εργοστάσια, κυνηγώντας καλοαμειβόμενα και «χάι» επαγγέλματα κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών. Από αυτήν την άποψη λοιπόν οι μετανάστες όχι μόνον δεν «παίρνουν τις δουλειές» των Ελλήνων, όπως τους κατηγορούν οι ξενόφοβοι ρατσιστές, αλλά και συνεισφέρουν με τη φτηνή ανειδίκευτη εργασία τους στην οικονομική ανάπτυξη και στην πτώση του πληθωρισμού. Όπως μας πληροφορούν έγκριτοι οικονομολόγοι χωρίς τους μετανάστες θα γινόμασταν φτωχότεροι, με ακόμη μεγαλύτερη ανεργία και λιγότερο ανταγωνιστικοί! Οι αλλοδαποί «πριμοδοτούν» την ελληνική οικονομία, αφού με τη φθηνή εργασία τους συμβάλλουν κατά 0,5% στην ετήσια αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ. Επίσης βοήθησαν να επιβραδυνθεί η πορεία επιδείνωσης του ασφαλιστικού συστήματος στην Ελλάδα με τις εισφορές τους (το 20-25% των εσόδων του ΙΚΑ προέρχεται από εισφορές μεταναστών).
Οι Μετανάστες Είναι Καταδικασμένοι να Πετύχουν
Η μετανάστευση, δηλαδή το να εγκαταλείψει κανείς το σπίτι και την πατρίδα και να ταξιδέψει κάτω από αβέβαιες συνθήκες αναζητώντας κάτι καλύτερο σε μια μακρινή άγνωστη χώρα με διαφορετική κουλτούρα, δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολη υπόθεση. Είναι μια δύσκολη εμπειρία και μια σκληρή δοκιμασία –ρωτήστε τους Έλληνες μετανάστες στο εξωτερικό. Η μετανάστευση απαιτεί έναν συνδυασμό τόλμης και απόγνωσης: και τα δύο αποτελούν συνταγές της επιτυχίας. Έτσι οι μετανάστες είναι «καταδικασμένοι» να πετύχουν, κυρίως οικονομικά. Και στην προσπάθεια τους αυτή βελτιώνουν και την οικονομική κατάσταση των χωρών που τους υποδέχονται.
Σε γενικές γραμμές οι μετανάστες θεωρούνται ευλογία για τη χώρα που τους υποδέχεται. Είναι πράγματι δώρο να δέχεται μια χώρα ανθρώπους σε παραγωγική ηλικία χωρίς να έχει ξοδέψει ούτε ένα Ευρώ για την ανατροφή και την εκπαίδευσή τους. Επιπλέον οι μετανάστες μεταφέρουν ιδέες, πρακτικές και πολιτιστικά στοιχεία που πλουτίζουν και δίνουν χρώμα στη χώρα υποδοχής τους. Με δυο λόγια οι μετανάστες βοηθούν στο άνοιγμα των οριζόντων μιας κοινωνίας. Αρκεί βέβαια η κοινωνία υποδοχής τους να είναι αρκετά ευέλικτη ώστε να τους ενσωματώσει με τις λιγότερο δυνατόν παρενέργειες…
Οι μετανάστες δεν είναι απλώς ξένοι εργάτες, είναι ολόκληροι κόσμοι που πρέπει να εξερευνηθούν. Δεν είναι προβλήματα, αλλά άνθρωποι που έχουν προβλήματα. Τα «αγκάθια» της ενσωμάτωσης των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία είναι πολλά. Αν και ονειρεύονται να νιώσουν ευπρόσδεκτοί, διατηρώντας όμως την ιδιαίτερη ταυτότητά τους, οι μετανάστες έρχονται αντιμέτωποι με το ρατσισμό και την ξενοφοβία της ελληνικής κοινωνίας. Όμως, αν η Ελλάδα θέλει να εξελιχθεί σε μια ανοικτή δημοκρατική κοινωνία, θα πρέπει να περιορίσει τα ξενόφοβα και ρατσιστικά αντανακλαστικά της και να αγκαλιάσει χωρίς φοβικά συμπλέγματα το «Άλλο» και το διαφορετικό. Αν δεν το κάνει τότε θα έχει αποτύχει: Μια αποτυχία, που θα πληρώσει πολύ ακριβά στο μέλλον…
Γιώργος Στάμκος, συγγραφέας και εκδότης διευθυντής του περιοδικού ΖΕΝΙΘ.