Όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν.2238/1994, το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία Β’ και Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. εξευρίσκεται λογιστικώς με έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα, των δαπανών που αναφέρονται ρητά στο άρθρο αυτό.
Οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση της έκπτωσης των δαπανών του άρθρου 31 που εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα, πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά και όχι διαζευκτικά, είναι δε οι ακόλουθες:
α. Η δαπάνη να είναι πραγματική και όχι εικονική.
β. Η δαπάνη να είναι παραγωγική, δηλαδή να συμβάλλει στην απόκτηση φορολογητέου εισοδήματος.
γ. Η δαπάνη να προβλέπεται από διάταξη νόμου.
δ. Η δαπάνη να έχει καταχωρηθεί στα βιβλία.
ε. Η δαπάνη να προκύπτει από δικαιολογητικά έγγραφα (τιμολόγια, αποδείξεις, κτλ.).
στ. Η δαπάνη να είναι βέβαιη (μη αμφισβητούμενη), δεδουλευμένη (εντός των ορίων της διαχειριστικής περιόδου) και εκκαθαρισμένη (ποσοτικά καθορισμένη). (Σχετική Εγκ. ΠΟΛ.1129/6-11-2006).
Δεν αναγνωρίζονται για έκπτωση από τη φορολογική αρχή δαπάνες ως εκπεστέες, εφόσον η τελευταία διαθέτει συγκεκριμένα στοιχεία, από τα οποία είναι δυνατό να συναχθεί κατά κοινή πείρα ότι η δαπάνη αυτή είναι εικονική, δηλαδή είτε ότι δεν καταβλήθηκε από την επιχείρηση, είτε ότι καταβλήθηκε μεν, όχι όμως για τον παραγωγικό σκοπό αυτής, αλλά για άλλο μη παραγωγικό σκοπό (Σχετ. Εγκ. ΠΟΛ.1029/17-2-2006).
Ενοίκιο κατοικίας εργαζομένων
Με τις διατάξεις της νέας περίπτωσης ξ' προβλέπεται ότι από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων εκπίπτουν τα ποσά που καταβάλλουν για την κάλυψη του ενοικίου κατοικίας των εργαζομένων τους, με την προϋπόθεση ότι τα ποσά αυτά υπόκεινται σε φορολογία στο όνομα των εργαζομένων τους, ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 45 του Ν.2238/1994.
Οι διατάξεις ισχύουν για δαπάνες που πραγματοποιούνται από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1 Ιανουαρίου 2005 και μετά (Εγκ. ΠΟΛ.1016/7-2-2005).