Η κατάθεση οποιουδήποτε ποσού σε τράπεζα δεν υπάγεταισε έλεγχο του πόθεν έσχες από φορολογική άποψη.Ο φορολογούμενος που καταθέτει σε τράπεζα οποιοδήποτε ποσό δεν έχει υποχρέωση να γράψει το ποσό της κατάθεσης στην φορολογική του δήλωση.Αντίθετα οι τόκοι των καταθέσεων, εφόσον αναληφθούν,αποτελούν έσοδο το οποίο ο φορολογούμενος μπορεί να επικαλεσθεί για την δικαιολόγηση οποιουδήποτε τεκμηρίου.
Το ερώημα που προκύπτει στην προκειμένη περίπτωση είναι αν ο φορολογούμενος μπορεί να επικαλεσθεί κεφάλαιο που σχηματίσθηκε τα προηγούμενα χρόνια,χρηματκό δηλαδή περίσσευμα,από εισοδήματα που δηλώθηκαν η έσοδα μη υποκείμενα στο φόρο,και να ισχυρισθεί ότι το περίσσευμα αυτό το τοποθέτησε στο χρηματοκιβώτιο του σπιτιού του και κάποια στιγμή απεφάσισε να το καταθέσει σε τράπεζα.Ασθενές το επιχείρημα αλλά όχι αβάσιμο.Αποψη μου είναι ότι στην περίπτωση αυτή θα πρέπει η ελεγκτική αρχή να αποδείξει ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα και ότι η κατάθεση προέρχεται από διακίνηση "μαύρου χρήματος",από παράνομη συναλλαγή.
Ο φορολογικός νόμος δίνει την δυνατότητα στον φορολογούμενο να γράψει στην φορολογική του δήλωση ποσά που μειώνουν την διαφορά μεταξύ του πραγματικού εισοδήματος που δήλωσε και της τεκμαρτής δαπάνης.Τα ποσά αυτά είναι ιδίως τα εξής:
-Τα πραγματικά εισοδήματα που απαλλάσσονται από τον φόρο η φορολογούνται με ειδικό τρόπο.
-Τα χρηματικά ποσά που δεν θεωρούνται εισόδημα.
-Η εισαγωγή συναλλάγματος που δεν εκχωρείται υποχρεωτικά στην τράπεζα της Ελλάδος.
-Τα δάνεια που έχουν ληφθεί.
-Οι δωρεές και οι γονικές παροχές χρημάτων
-Η ανάλωση κεφαλαίου που σχηματίσθηκε τα προηγούμενα έτη.
Από την γραμματική διατύπωση της παρ.2 του άρθρου 19 του ΚΦΕ,προκύπτει η παραπάνω απαρίθμηση των χρηματικών ποσών,με τα οποία ο φορολογούμενος μπορεί να δικαιολογήσει την διαφορά μεταξύ του εισοδήματος που δηλώθηκε και της συνολικής τεκμαρτής δαπάνης,είναι ενδεικτική.
Μπορεί δηλαδή ο φορολογόυμενος να επικαλεσθεί οποιοδήποτε άλλο χρηματικό ποσό με το οποίο καλύπτεται η περιορίζεται η διαφορά.